ελεμές

ελεμές
και λεμές, ο
1. σταφίδα πρώτης ποιότητας στο σταφιδεμπόριο τής Τουρκίας
2. (για άνθρ.) αγύρτης, αλήτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λεμές — ο 1. η πρώτης ποιότητας σταφίδα, αλλ. ελεμές 2. (για πρόσ.) (πολύ ταπεινωτικός χαρακτηρισμός) αλήτης, αγύρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκικής προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”